ἀπολιμπάνω
λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human”
English (LSJ)
Aeol. ἀπυ-, collat. form of ἀπολείπω, ἀέκων σ' ἀ. Sapph.Supp.23.5, cf. Luc.Cat.7, Gal.UP4.11, POxy.1426.12 (iv A. D.): -Pass., Plu.Them.10.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): eol. ἀπυ- Sapph.94.5
I 1dejar, abandonar σ' ἀέκοισ' ἀπυλιμπάνω Sapph.l.c., πολλὰ τῶν οἰκείων Aristox.Harm.55.7, cf. Gal.3.295, τὰς νομάς D.P.Au.1.30, τὴν Θρᾴκην D.P.Au.2.18, τὰ[ς ἄλ] λας κώμας IGBulg.4.2236.81 (Escaptópara III d.C.), τὴν χώραν POxy.1426.12 (IV d.C.).
2 dejar tras sí ἠχώ τινα ... ἴχνη τῶν λόγων ... ἀπολιμπάνουσαν Luc.Im.13, cf. Gall.18, Lyd.Mag.2.1, c. inf. final ἔφορόν σε καὶ ἰατρὸν εἶναι Luc.Cat.7
•abs. dejar rastro οὐκ ἀπελίμπανεν ἐκ τῆς τροφῆς αὐτοῦ Sm.Ib.20.21.
3 en v. med. alejarse τῶν ἐκεῖσε PFlor.3.15 (III d.C.).
II gram.
1 tr. perder, quedarse sin λέξιν σημαίνουσάν τι A.D.Adu.203.18.
2 intr. faltar en el v. deponente ἀπολιμπάνουσιν τά τε ἐνεργητικά EM 400.45G.
•en v. med. ser defectivo τετραχὼς γὰρ ἀπολιμπάνονται αἱ φωναὶ τῶν ῥημάτων EM 400.51G.
German (Pape)
[Seite 312] nur praes. u. impf., ion. = ἀπολείπω, bes. bei Sp., Plut. Them. 10 u. öfter, wie Luc.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf;
c. ἀπολείπω.
Étymologie: ἀπό, λιμπάνω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπολιμπάνω: Plut., Luc. = ἀπολείπω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπολιμπάνω: ἀπολείπω, συχν. παρὰ Λουκ. ὡς ἐν Κατάπλ. 7. κ. ἀλλ.: -Παθ., Πλουτ. Θεμ 10.
Greek Monolingual
ἀπολιμπάνω (Α) λιμπάνω
απολείπω.
Greek Monotonic
ἀπολιμπάνω: μεταγεν. τύπος του ἀπολείπω, σε Πλούτ., Λουκ.
Middle Liddell
late form of ἀπολείπω
to leave, Plut., Luc.
Chinese
原文音譯:Øpolimp£nw 虛坡-淋爬挪
詞類次數:動詞(1)
原文字根:在下-缺乏
字義溯源:遺留,遺落,留下;源自(ὑπολείπω)=剩下),由(ὑπό)*=在下,被)與(λείπω)*=缺少,留下)組成。參讀 (ἀναλύω)同義字
出現次數:總共(1);彼前(1)
譯字彙編:
1) 留下(1) 彼前2:21