καταπελτάζομαι
From LSJ
μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
French (Bailly abrégé)
attaquer avec des troupes légères.
Étymologie: κατά, πελτάζω.
Russian (Dvoretsky)
καταπελτάζομαι: наводнять легковооруженными войсками, захватывать с помощью пельтастов (τὴν Βοιωτίαν Arph.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-πελτάζομαι onder de voet lopen.