δυσπάρευνος
From LSJ
Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit
English (LSJ)
ον, ill-mated, λέκτρον S.Tr.791.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ᾰ-]
de funesto compañero λέκτρον S.Tr.791.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dont la couche est funeste.
Étymologie: δυσ-, πάρευνος.
Russian (Dvoretsky)
δυσπάρευνος: (о брачном ложе) несчастливый, роковой (λέκτρον Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
δυσπάρευνος: -ον, δύσλεκτρος, κακοστρωμένος, δυστυχής, λέκτρον Σοφ. Τρ. 791.
Greek Monolingual
δυσπάρευνος, -ον (Α)
φρ. «δυσπάρευνον λέκτρον» — κακοστρωμένο κρεβάτι, δύστυχος γάμος.
Greek Monotonic
δυσπάρευνος: -ον, αυτός που έχει κακό σύντροφο στο κρεβάτι, σε Σοφ.