νωχελία
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
English (LSJ)
Ep. νωχελίη, ἡ, laziness, sluggishness, βραδυτῆτί τε νωχελίῃ τε Il.19.411, cf. Orph.Fr.286, Vett.Val.2.6 (pl.), Iamb.VP15.65:—also νωχέλεια, Orib.Fr.58, Hsch.
German (Pape)
[Seite 274] ἡ, = νωχέλεια; Hom. vrbdt Il. 19, 411 βραδττῆτί τε νωχελίῃ τε.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
lenteur, nonchalance.
Étymologie: νωχελής.
Russian (Dvoretsky)
νωχελία: ион. νωχελίη ἡ вялость, лень (βραδυτὴς καὶ ν. Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
νωχελία: Ἐπικ. τύπος τοῦ νωχέλεια, ὃ ἴδε.
Greek Monolingual
νωχελία, επικ. τ. νωχελίη, ἡ (Α)
βλ. νωχέλεια.
Greek Monotonic
νωχελία: ἡ, Επικ. -ίη, τεμπελιά, οκνηρία, νωθρότητα, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
νωχελία, επιξ -ίη, ἡ, [from νωχελής
laziness, sluggishness, Il.