ἀστενάκτως
From LSJ
ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself
French (Bailly abrégé)
adv.
sans gémir.
Étymologie: ἀστένακτος.
Russian (Dvoretsky)
ἀστενάκτως: без стонов Plut.
ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself
adv.
sans gémir.
Étymologie: ἀστένακτος.
ἀστενάκτως: без стонов Plut.