convincente
From LSJ
κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart
Spanish > Greek
ἀναγκαῖος, ἀναπειστήριος, δικαιολογικός, δυναμικός, δυσωπητικός, ἐμβριθής, εὐπειθής, κωτίλος, παραρρητός, πειθός, πειστήριος, πειστικός, πιθανός, προσαγωγός, προτρεπτικός, ὑπαγωγικός, ψυχαγωγικός