λαμπροπρεπής
From LSJ
Θεράπευε τὸν δυνάμενον, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς (αἰεί σ' ὠφελεῖν) → Si mens est tibi, coles potentes qui sient → Dem Mächtigen sei zu Willen, bist du bei Verstand (Sei immer dem zu Willen, der dir nützen kann)
Greek Monolingual
λαμπροπρεπής, -ές (Μ)
λαμπρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπρός + -πρεπής (< πρέπω), πρβλ. αξιοπρεπής].