λινόκοκκος
From LSJ
νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness
Greek Monolingual
λινόκοκκος, ὁ (Μ)
λινόσπορος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + κόκκος (πρβλ. καλλίκοκκος)].
νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness
λινόκοκκος, ὁ (Μ)
λινόσπορος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + κόκκος (πρβλ. καλλίκοκκος)].