ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law
μονόκοπος, -ον (Μ)αυτός που κόπηκε μόνο μία φορά.[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + κόπος (< κόπτω), πρβλ. νεόκοπος].