Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

χρυσόστομος

From LSJ
Revision as of 06:50, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]")

Καλὸν τὸ γηρᾶν καὶ τὸ μὴ γηρᾶν πάλιν → Res pulchra senium, pulchra non senescere → Schön ist das Altsein, doch nicht alt sein wieder auch

Menander, Monostichoi, 283
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσόστομος Medium diacritics: χρυσόστομος Low diacritics: χρυσόστομος Capitals: ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ
Transliteration A: chrysóstomos Transliteration B: chrysostomos Transliteration C: chrysostomos Beta Code: xruso/stomos

English (LSJ)

ον, of golden mouth, i.e. dropping words of gold, epithet of orators, as Dio Chrysostom, Men.Rh.p.390S., cf. Suid. s.v. Ιωάννης Ἀντιοχεύς.

German (Pape)

[Seite 1382] mit goldenem Munde, aus dessen Munde goldene Reden kommen, dah. später Beiwort großer Redner, z.B. des Dio.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσόστομος: -ον, ὁ ἔχων στόμα χρυσοῦν, δηλ. λέγων λόγους χρυσοῦς, παρὰ τοῖς μεταγενεστέροις Ἕλλησιν ὡς ἐπίθ. ἀγαπητῶν ῥητόρων, οἷον Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου καὶ Δίωνος τοῦ Χρυσοστ. - Ἐπίθετ. χρυσοστομικός, ή, όν, Νικηφ. Χοῦμν. ἐν Ἐπιστ. 6, κλπ.

Greek Monolingual

-η, -ο / χρυσόστομος, -ον, ΝΜΑ
1. μτφ. (για ρήτ.) αυτός που έχει χρυσό στόμα, που από το στόμα του βγαίνουν χρυσά λόγια
2. (το αρσ. ως κύριο όν.) Χρυσόστομος
χριστιανικό όνομα
νεοελλ.
φρ. «πές τα, χρυσόστομε» — προτροπή σε κάποιον να συνεχίσει τα δηκτικά του σχόλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -στομος (< στόμα), πρβλ. χαλκόστομος].

French

à bouche d'or, bouche d'or, éloquent, persuasif, Chrysostome

German

Goldmund