χρυσοθήρας
From LSJ
Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας, καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι, ζωὴν χαρισάμενος → Christ is risen from the dead, trampling down death by death, and upon those in the tombs bestowing life
German (Pape)
[Seite 1380] ὁ, Goldjäger, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσοθήρας: -ου, ὁ, ὁ θηρεύων χρυσόν, ζητῶν νὰ εὕρῃ χρυσόν, τοῖς χρυσοθήραις ἄρχουσιν Νικήτ. Χρον. 338Α.
Greek Monolingual
ο, ΝΜ
μτφ. άτομο που επιδιώκει επίμονα να πλουτίσει
νεοελλ.
άνθρωπος που αναζητεί κοιτάσματα χρυσού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. ελεφαντοθήρας].