Σιφναίος
From LSJ
Κούφως φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Fiet levis fortuna, si leviter feras → Leicht muss man tragen das bestehende Geschick
Greek Monolingual
-α, -ο, Ν
αυτός που κατάγεται από τη Σίφνο ή αυτός που κατοικεί στο παραπάνω νησί, αλλ. Σίφνιος και Σιφνιός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Σίφνος + κατάλ. -αίος (πρβλ. Μυτιληναίος)].