ξέστρο

From LSJ
Revision as of 08:36, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336

Greek Monolingual

το (Α ξέστρον)
εργαλείο ποικίλης μορφής που αποτελείται από λεπίδα κατασκευασμένη από σκληρό χάλυβα και ακονισμένη στο άκρο και το οποίο έχει διάφορες χρήσεις
νεοελλ.
ιατρ. χειρουργικό εργαλείο με το οποίο αποξέονται τα τοιχώματα διαφόρων κοίλων οργάνων, όπως λ.χ. η κοιλότητα της μήτρας, για λήψη ή απομάκρυνση βιολογικού υλικού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ξεσ- του ξέω, πρβλ. αόρ. -ξεσ-α + επίθημα -τρον (πρβλ. πίεστρον)].