ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water
και ξιφίς, η
μικρό εγχειρίδιο με λαβή και με κοντή, αιχμηρή και αμφίστομη συνήθως λεπίδα, το οποίο έφεραν οι Ρωμαίοι και οι ιππότες κατά τον μεσαίωνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξίφος + κατάλ. -ις -ίδα (πρβλ. λεπίδα)].