οπωροκάπηλος
From LSJ
Ζῆθι προσεχόντως ὡς μακρὰν ἐγγὺς βλέπων → Ne temere vivas: specta longa et proxima → Pass auf im Leben: blick auf das, was fern und nah
Greek Monolingual
ὀπωροκάπηλος, ὁ ή ἡ (Α)
οπωροπώλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπώρα + κάπηλος (πρβλ. αρχαιοκάπηλος)].