σκουληκοφαγωμένος
From LSJ
Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν
φαγωμένος από σκουλήκια, σκωληκόβρωτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκουλήκι + φαγωμένος (πρβλ. ποντικοφαγωμένος)].