τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery
-η, -ο, Νφαγωμένος από σκουλήκια, σκωληκόβρωτος.[ΕΤΥΜΟΛ. < σκουλήκι + φαγωμένος (πρβλ. ποντικοφαγωμένος)].