υπάνθρωπος
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
Greek Monolingual
ο, Ν
άτομο που στερείται στοιχειώδους ανθρωπισμού, που δεν έχει κανέναν ηθικό φραγμό, παλιοτόμαρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + άνθρωπος (πρβλ. υπεράνθρωπος)].