φουκαράκος
From LSJ
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
Greek Monolingual
ο, Ν
δύστυχος ανθρωπάκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φουκαράς + υποκορ. κατάλ. -άκος (πρβλ. ανθρωπάκος)].