φουκαράκος
From LSJ
Ξυνετὸς πεφυκὼς φεῦγε τὴν κακουργίαν → Valens sagaci mente, quod pravum est, fuge → Wenn du verständig bist, dann flieh die Schlechtigkeit
Greek Monolingual
ο, Ν
δύστυχος ανθρωπάκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φουκαράς + υποκορ. κατάλ. -άκος (πρβλ. ανθρωπάκος)].