μελανοπώγων
From LSJ
οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians
Greek Monolingual
μελανοπώγων, ὁ (Μ)
αυτός που έχει μαύρη γενειάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + πώγων «γενειάδα» (πρβλ. κυανοπώγων)].