αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
-έω
σύρω, τραβώ το ξίφος από τη θήκη, ξεσπαθώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξίφος + -ουλκῶ (< -ουλκός < ἕλκω), πρβλ. ρυμουλκώ].