ολόχαρος
From LSJ
Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fides → Vertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht
-η, -ο
γεμάτος χαρά, περιχαρής.
επίρρ...
ολόχαρα
με μεγάλη χαρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ολ(ο)- + -χάρος (< χαρά), πρβλ. μικρόχαρος].