Revision as of 10:45, 10 May 2023 by Spiros(talk | contribs)(Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
-η, -ο (Α ὁμογάλακτος, -ον) αυτός που θήλασε το ίδιο γάλα με κάποιον άλλο, κυρίως αυτός που τράφηκε με το γάλα ξένης τροφού παράλληλα με το τέκνο της. [ΕΤΥΜΟΛ.<ομ(ο)- + -γάλακτος (<γάλα, -ακτος), πρβλ. πολυγάλακτος].