πολύφερνος
From LSJ
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
English (LSJ)
ον, πολύφερνη (φερνή) richly endowered, richly dowered, richly endowed, eligible, much coveted, much-sought-after, much sought-after, with rich dowry: πολύεδνος, Hsch. s.v. πολύδωρος.
German (Pape)
[Seite 676] = πολύεδνος, Hesych. v. ἄεδνος.
Greek (Liddell-Scott)
πολύφερνος: -ον, (φερνὴ) = πολύεδνος, Ἡσύχ. ἐν λέξ. ἄεδνον
Greek Monolingual
-η, -ο / πολύφερνος, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
(για γυναίκα) αυτή που έχει μεγάλη προίκα («πολύφερνη νύφη»)
αρχ.
(για γυναίκα) αυτή που έλαβε πολλά γαμήλια δώρα, πολύεδνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -φερνος (< φερνή «προίκα»), πρβλ. άφερνος].