πρωτόσφακτος
From LSJ
Γέρων ἐραστὴς ἐσχάτη κακὴ τύχη → Senex amator ultimum infortunium → Das größte Unglück ist ein greiser Liebhaber
English (LSJ)
ον, slaughtered first, Lyc.329.
German (Pape)
[Seite 806] zuerst geschlachtet, gemordet, Lycophr. 329.
Greek (Liddell-Scott)
πρωτόσφακτος: -ον, ὁ πρῶτος σφαχθείς, Λυκόφρ. 329.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που σφάχθηκε πρώτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + σφακτός (< σφάζω), πρβλ. νεόσφαχτος].