πᾶσα οἰκία ὁπλιτῶν νένακτο → every house had been crammed with soldiers
-έω, Αμιμούμαι με τα χείλη τον ήχο του αυλού, σφυρίζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < στόμα + -αυλῶ (< -αυλος < αὐλός), πρβλ. χοραυλῶ].