σωματοπλαστώ
From LSJ
Πονηρός ἐστι πᾶς ἀχάριστος ἄνθρωπος → Ingratus omnis homo non est, quin sit malus → Ein jeder Mensch, der Dankbarkeit nicht kennt, ist schlecht
Greek Monolingual
-έω, Α
πλάθω, διαμορφώνω σώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + -πλαστῶ (< -πλάστης < πλάστης < πλάσσω), πρβλ. κηροπλαστώ].