χαλκένδυτος
From LSJ
ὦ πλοῦτε καὶ τυραννὶ καὶ τέχνη τέχνης ὑπερφέρουσα τῷ πολυζήλῳ βίῳ → o wealth, and tyranny, and supreme skill exceedingly envied in life
English (LSJ)
ον, brass-clad, Sch.E.Ph.1130.
German (Pape)
[Seite 1329] mit Erz angethan, Schol. Eur. Phoen. 1137.
Greek (Liddell-Scott)
χαλκένδῠτος: -ον, ὁ ἐνδεδυμένος χαλκόν, τεθωρακισμένος διὰ χαλκοῦ, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 1130.
Greek Monolingual
-ον, Α
καλυμμένος με ελάσματα χαλκού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + ἐνδυτός (< ἐνδύω), πρβλ. ποδένδυτος].