κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster
ἱεροκόμος, ὁ (Α)επιμελητής ναού, νεωκόρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + -κόμος (< κομώ)πρβλ. ανθοκόμος, ιπποκόμος].