λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
-ιδος, ἡ, Αείδος πολύτιμου λίθου, πιθ. το σμαράγδι.[ΕΤΥΜΟΛ. < πράσιον + επίθημα -ῖτις (πρβλ. σελινῖτις)].