πωλάριον

From LSJ
Revision as of 16:05, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πωλάριον Medium diacritics: πωλάριον Low diacritics: πωλάριον Capitals: ΠΩΛΑΡΙΟΝ
Transliteration A: pōlárion Transliteration B: pōlarion Transliteration C: polarion Beta Code: pwla/rion

English (LSJ)

τό, Dim. of πῶλος, young foal, Pl. ap. D.L.5.2, Ar. Byz.Epit.145.1, Sch.Ar.V.195.

German (Pape)

[Seite 826] τό, dim. von πῶλος, kleines Fohlen, Plat. bei D. L. 5, 2.

Russian (Dvoretsky)

πωλάριον: (ᾰ) τό жеребенок Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

πωλάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ πῶλος, μικρὸς πῶλος, ἡμᾶς ἐλάκτισε, καθαπερεὶ πωλάρια γεννηθέντα τὴν μητέρα Πλάτ. παρὰ Διογ. Λ. 5. 2, περὶ τοῦ Ἀριστοτέλους.

Greek Monolingual

τὸ, Α
(υποκορ. του πώλος) το πουλάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῶλος «πουλάρι» + υποκορ. κατάλ. -άριο(ν) (πρβλ. πλοιάριον)].