προχοΐδα
From LSJ
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
Greek Monolingual
η / προχοΐς, -ίδος, ΝΑ
(στην αρχαιολ.) μικρή πρόχους
νεοελλ.
χημ. όργανο που χρησιμοποιείται στα χημικά εργαστήρια κατά τη διεξαγωγή ογκομετρικών αναλύσεων για τη μέτρηση του όγκου υγρών ή αέριων σωμάτων
αρχ.
επίχυση, το να ρίχνει κανείς υγρό πάνω σε κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόχους / πρόχοος + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. κορωνίς)].