σκυρόστρωση

From LSJ
Revision as of 16:24, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127

Greek Monolingual

και σκιρόστρωση και σκιρρόστρωση, η, Ν
1. η κατασκευή οδοστρώματος με σκυρόστρωμα
2. το σκυρόστρωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκύρο
/ σκίρ(ρ)ο «χαλίκι» + στρώση (πρβλ. χαλικόστρωση)].