στροφέας

From LSJ
Revision as of 16:25, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

φύγωμεν οὖν τὴν συνήθειαν ... ἄγχει τὸν ἄνθρωπον, τῆς ἀληθείας ἀποτρέπει → so let's stay away from the habitual ... it strangles us, turns us away from the truth

Source

Greek Monolingual

ο / στροφεύς, -έως, ΝΑ
1. ο ανώτατος σπόνδυλος του αυχένα, αλλ. άτλας ή επιστροφέας
2. θηλυκωτήρι το οποίο συνέχει τα θυρόφυλλα με τους παραστάτες και πάνω στο οποίο, καθώς αυτά στρέφονται, ανοίγουν και κλείνουν, γίγγλυμος, κν. μεντεσές
νεοελλ.
τεχνολ. α) κυλινδρικό τμήμα γύρω από το οποίο ένα εξάρτημα δέχεται μια περιστροφή, στρόφιγγα
β) το στρεφόμενο τμήμα άξονα ή ατράκτου το οποίο στηρίζεται πάνω στο έδρανο
αρχ.
τμήμα παγίδας για νυφίτσες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρόφος ή στροφή + κατάλ. -εύς (πρβλ. ραφεύς)].