τυραννίσκος
From LSJ
ἆρά γε λόγον ἔχει δυοῖν ἀρχαῖν, ὑλικῆς τε καὶ δραστικῆς → does it in fact have the function of two principles, the material and the active?
Greek Monolingual
ο, Ν
1. μικρός ή ασήμαντος τύραννος
2. μτφ. α) άτομο που καταπιέζει τους υφισταμένους του
β) μικρός βασανιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύραννος + υποκορ. κατάλ. -ίσκος (πρβλ. σατραπίσκος). Η λ. μαρτυρείται από το 1818 στον Αδ. Κοραή].