οὐδείς ἑκὼν πονηρὸς οὐδ' ἄταν ἔχων → no one is willingly wretched or unlucky
ο, Νμεγάλος τεμπέλης.[ΕΤΥΜΟΛ. < τεμπέλης + μεγεθ. κατάλ. -αρος (πρβλ. παίδαρος)].