φαγεσωρῖτις
From LSJ
Οὐδείς, ὃ νοεῖς μὲν, οἶδεν, ὃ δέ ποιεῖς, βλέπει → Quid cogites, scit nemo; quid facias, patet → nicht weiß man, was du denkst, doch sieht man, was du tust
German (Pape)
[Seite 1249] ιδος, γαστήρ, das Folgde, Com. bei Poll. 6, 42.
Greek Monolingual
-ίτιδος, ἡ, Α
βλ. φαγέσωρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαγέσωρος + κατάλ. -ῖτις, -ίτιδος (πρβλ. στεφανῖτις)].