φαγέσωρος
From LSJ
English (LSJ)
ὁ, glutton, and γαστὴρ φαγεσωρῖτις, Com.Adesp. 1183,1184.
German (Pape)
[Seite 1249] ὁ, Fresser, komischer Ausdruck, VLL., Poll. 6, 42 aus Com.
Greek (Liddell-Scott)
φᾰγέσωρος: ὁ, φαγᾶς, λαίμαργος, καὶ γαστὴρ φαγεσωρῖτις, Κωμικ. Ἀνώνυμ. 320.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ, θηλ. φαγεσωρῖτις, -ίτιδος, Α
νεοελλ.
ιατρ. βύσμα σμήγματος και κερατινοποιημένων κυττάρων που φράζει τον εκφορητικό πόρο ενός σμηγματογόνου αδένα του δέρματος και υπό την επίδραση του αέρα μαυρίζει, κν. μπιμπίκι
αρχ.
αδηφάγος, λαίμαργος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κωμικός τ. σχηματισμένος από το θ. του αορ. β' του ρ. ἐσθίω «τρώγω» (βλ. λ. φαγεῖν) με β' συνθετικό τη λ. σωρός.