ῥοδαλός
From LSJ
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
English (LSJ)
ή, όν,= ῥόδινος, παρειαί Opp.C.1.501.
German (Pape)
[Seite 846] = ῥόδινος, Opp. Cyn. 1, 501, zw.
Greek (Liddell-Scott)
ῥοδᾰλός: -ή, -όν, = ῥόδιος, εὔχρους, παρειαὶ Ὀππ. Κυνηγ. 1. 501.
Greek Monolingual
-ή, -ό / ῥοδαλός, -ή, -όν, ΝΜΑ
αυτός που έχει ρόδινο χρώμα, που το χρώμα του μοιάζει με του ρόδου, τριανταφυλλής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + επίθημα -αλός (πρβλ. ομαλός)].