ῥάϊστος
From LSJ
Ἐπηγγείλατο εἰς ἐπανόρθωσιν τῆς πόλεως διὰ τὸ εἶναι ευσεβεστάτη καὶ κηδεμονικὴ. → She pledged herself to the reconstruction of the city because of her being most pious and dutiful.
English (LSJ)
α, ον, very easy, extremely easy, dead easy; Dor. for ῥήϊστος; v. ῥᾴδιος.
German (Pape)
[Seite 832] dor. statt ῥήϊστος, Theocr.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
Sp. poét. de ῥᾴδιος.
Greek (Liddell-Scott)
ῥάϊστος: -α, -ον, Δωρ. ἀντὶ ῥήϊστος· ἴδε ῥᾴδιος.
Russian (Dvoretsky)
ῥάϊστος: (ᾱ) дор. Theocr. superl. к ῥᾴδιος.