ῥάπα

From LSJ
Revision as of 09:16, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥάπα Medium diacritics: ῥάπα Low diacritics: ράπα Capitals: ΡΑΠΑ
Transliteration A: rhápa Transliteration B: rhapa Transliteration C: rapa Beta Code: r(a/pa

English (LSJ)

τὴν καλάμην, καὶ τοὺς ἐν αὐτῇ αὐλοῦντας ῥαπαύλους, Hsch. (ῥαπατὴν κ. and ῥαπάλους cod.).

Greek (Liddell-Scott)

ῥάπα: ἡ, = τῷ Λατ. rapa, = γογγυλίς, Διοσκ. 2. 134.

Greek Monolingual

(I)
Α
(κατά τον Ησύχ.) «τὴν καλάμην καὶ τοὺς ἐν αὐτῇ αὐλοῦντας ῥαπαύλους».
[ΕΤΥΜΟΛ. 'Αλλος τ. της λ. ῥάπυς(βλ. και λ. ράφανος)].
(II)
η, Ν
το φυτό ρέβα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. rapa (βλ. και λ. ράφανος)].