Κορινθιάζομαι
From LSJ
Ὃν οἱ θεοὶ φιλοῦσιν, ἀποθνῄσκει νέος → He whom the gods love dies young → Flore in iuvenili moritu, quem di diligunt → In seiner Jugend stirbt nur, wer den Göttern lieb
English (LSJ)
practise fornication, because Corinth was famous for its courtesans, Ar. Fr. 354; — Act. in Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
Κορινθιάζομαι: ἀποθ., ἐξασκῶ πορνείαν, ἐπειδὴ ἡ Κόρινθος ἦτο διάσημος διὰ τὰς πόρνας αὐτῆς, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 133· ― τὸ ἐνεργ. παρ’ Ἡσυχ.: «κορινθιάζειν· μαστροπεύειν, ἑταιρεύειν»· ― Κορινθιαστής, οῦ, ὁ, πόρνος, ἑταιριστής, μαστροπός, Meineke Κωμ. Ἀποσπ. 1. 350.