τετραζυγής
From LSJ
τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts
English (LSJ)
τετραζυγές, = τετράζυγος (four-yoked, fouryoked, fourfold), ὄχοι Trag. (Satyr.) Oxy. 1083 Fr. 13.
Greek Monolingual
-ές, Α
τετράζυγος
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -ζυγής (< θ. ζυγ- του ζεύγνυμι, πρβλ. ἐζύγην), πρβλ. τριζυγής].