ἁλιστεφής
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
ἁλιστεφές, = ἁλιστέφανος (sea-crowned, sea-girt), Θάσος Epigr.Gr. 208.16, cf. Orph. A. 145, 186.
Spanish (DGE)
-ές
• Prosodia: [ᾰ-]
coronado, ceñido por el mar de islas IG 12(8).441.16 (Tasos I a.C.), Musae.45, Σαλαμίς Orph.A.186, ἁ. οὖδας ἀρούρης Nonn.D.13.455, ἄστυ Orph.A.145.
German (Pape)
[Seite 98] ές, dasselbe, Mus. 49; Orph. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
ἁλιστεφής: -ές, = ἁλιστέφανος, ἁ ἁλιστεφὴς Θάσος, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 208. 16· πρβλ. Ὀρφ. Ἀργ. 146.