κράνα

From LSJ
Revision as of 09:19, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κράνα Medium diacritics: κράνα Low diacritics: κράνα Capitals: ΚΡΑΝΑ
Transliteration A: krána Transliteration B: krana Transliteration C: krana Beta Code: kra/na

English (LSJ)

A v. κρήνη.
II = κεφαλή, Hsch.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κράνα Dor. voor κρήνη.

Russian (Dvoretsky)

κράνᾱ: (ρᾱ) ἡ дор. Theocr., Anth. = κρήνη.

Greek (Liddell-Scott)

κράνα: Δωρ. ἀντὶ τοῦ κρήνη. ΙΙ. = κεφαλή, Ἡσύχ.

English (Slater)

κρᾱνα (-α, -ᾳ, -αν; -ᾶν.) spring Φοῖβε, Παρνασσοῦ τε κράναν Κασταλίαν φιλέων (P. 1.39) Ἀρέθοισαν ἐπὶ κράναν (P. 3.69) κράναν Ὑπερῇδα λιπών (P. 4.125) ἐπ' Ἀπόλλωνός τε κράνᾳ the spring Kyre in Cyrene (P. 4.294) πρόσθα μὲν ἲς Ἀχελωίου τὸν ἀοιδότατον Εὐρωπία κράνα Μέλ[ανό]ς τε ῥοαὶ τρέφον κάλαμον (Wil., Turyn, qui Εὐρωπία ῥοαί appositionem esse existimat verborum ἶς Ἀχελωίου: v. Wil., GGA, 1900, 43) fr. 70. 2. κελάρυξεν, ὡς ἀπὸ κρανᾶν φέρτατον ὕδωρ *fr. 104b.* ]κράνας ο[ὐ π]ρολείπει[ ὕ]δωρ (supp. Lobel) Θρ. 4. 18. test., Σ Ammon. Hom., Φ 1; Πίνδαρος ὠκεανοῦ τὰ πέταλα τὰς κρήνας λέγων fr. 326.

Greek Monolingual

κράνα, ἡ (Α)
(δωρ. τ.) βλ. κρήνη.

Greek Monotonic

κράνα: Δωρ. αντί κρήνη.