πορθμευτής

From LSJ
Revision as of 09:19, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πορθμευτής Medium diacritics: πορθμευτής Low diacritics: πορθμευτής Capitals: ΠΟΡΘΜΕΥΤΗΣ
Transliteration A: porthmeutḗs Transliteration B: porthmeutēs Transliteration C: porthmeftis Beta Code: porqmeuth/s

English (LSJ)

πορθμευτοῦ, ὁ, = πορθμεύς (ferryman, boatman, seaman, conveyer, purveyor), Eust. 1888.10.

German (Pape)

[Seite 683] ὁ, = Vorigem, Sp., vgl. Lob. Phryn. 376.

Greek (Liddell-Scott)

πορθμευτής: Δωρ. -τάς, ὁ, = πορθμεύς, Εὐστ. 1888. 10· π. φωτός, ὁ φέρων τὸ φῶς, Συνεσ. Ὕμν. 5. 8· ― θηλ. πορθμεύτρια, Κ. Μανασσ. Χρον. 4961.

Greek Monolingual

ο, ΜΑ, δωρ. τ. πορθμευτάς, Α, θηλ. πορθμεύτρια, Μ πορθμεύω
πορθμέας
αρχ.
μτφ. αυτός που μεταφέρει που μεταδίδει κάτι («πορθευτὴς φωτός», Συνέσ.).