παρέσκεθον
From LSJ
οἴνῳ τὸν οἶνον ἐξελαύνειν → chase out the wine with wine, take a hair of the dog that bit you, try to drive out the wine with wine
English (LSJ)
v. παρέχω. παρεσκευάδαται, παρερπ-άδατο, v. παρασκευάζω. παρεστάμεν, παρερπ-άμεναι, v. παρίστημι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρέσκεθον Aeol. indic. aor. act. van παρέχω.