χαλκίναος
From LSJ
ἰχθύς ἐκ τῆς κεφαλῆς ὄζειν ἄρχεται → the fish stinks from the head, a fish rots from the head down, the fish rots from the head down, fish begin to stink at the head, the fish stinks first at the head, corruption starts at the top, the rot starts at the top
English (LSJ)
χαλκίναον, dwelling in a brazen temple, like χαλκίοικος, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1330] in einem ehernen Tempel wohnend, wie χαλκίοικος, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
χαλκίναος: -ον, ὁ κατοικῶν ἐν χαλκῷ ναῷ, ὁ ἔχων χαλκοῦν ναόν, ὡς τὸ χαλκίοικος, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει χάλκινο ναό, χαλκίοικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκός + ναός (πρβλ. πολύναος, πρόναος). Ο τ. έχει σχηματιστεί κατά το χαλκί-οικος].