μυριοντάκις
From LSJ
Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich
English (LSJ)
Adv., = μυριάκις, formed after ἑκατοντάκις, Hsch.
German (Pape)
[Seite 219] = μυριάκις, nach ἑκατοντάκις gebildet, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
μῡριοντάκις: Ἐπίρρ., = μυριάκις, σχηματισθὲν κατὰ τὸ ἑκατοντάκις, Ἡσύχ. ἐν λέξ. μυριάκις.
Greek Monolingual
μυριοντάκις (Α)
επίρρ. (κατά τον Ησύχ.) «μυριάκις».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύριος + επιρρμ. κατάλ. -άκις με επίδραση του ἑκατοντάκις.